υπερίτης

υπερίτης
Υγρό με αποπνικτική ενέργεια που χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό αέριο στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο (πολεμικές χημικές ουσίες). Το όνομά του προέρχεται από το Υπρ της Φλάνδρας, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1917. Από τοξικολογική άποψη, ο υ. είναι πρωτοπλασματικό δηλητήριο, νεκρώνει δηλαδή όλους τους ιστούς με τους οποίους έρχεται σε επαφή· οι επιβλαβέστερες επιδράσεις του είναι στο οπτικό σύστημα, στους βλεννογόνους, αλλά εξίσου βαριές είναι οι πληγές και στα κύρια εσωτερικά όργανα. Με ορισμένες χημικές μεταβολές του υ. προκύπτουν ουσίες που σήμερα χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των οιδημάτων (χλωραλκυλαμίνη). Ο υ. αποτελείται από διχλωροδιαιθυλοσουλφίδιο και παρασκευάζεται με επεξεργασία θειογλυκόλης με πυκνό υδροχλωρικό οξύ.
* * *
(I)
ο, Ν
χημ. ασφυξιογόνο πολεμικό αέριο που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Γερμανούς κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. yperite, από το όν. τής πόλης τού βορειοδυτικού Βελγίου Ypres όπου έγινε χρήση τών ασφυξιογόνων αυτών ουσιών στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο].
————————
(II)
ο Ν
(πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα, ποικιλία τού γάββρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερίτης — ο οργανική χημική ένωση με έντονες καυστικές ιδιότητες, που χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό αέριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • υπεριτίαση — η, Ν μόλυνση εδαφικής έκτασης από υπερίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερίτης + κατάλ. ίαση*] …   Dictionary of Greek

  • αέρια, πολεμικά — Ονομασία που δόθηκε από το 1915 σε ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον πόλεμο για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Τα π.α. διαιρούνται σε: α) ασφυξιογόνα, που προσβάλλουν τα αναπνευστικά όργανα και προκαλούν τον θάνατο από… …   Dictionary of Greek

  • Ιπρ — (Ypres ή Ieper). Πόλη (35.409 κάτ. το 1995) του Βελγίου, παλιά πρωτεύουσα της δυτικής Φλάνδρας. Παλαιότερα είχε ανεπτυγμένη υφαντουργία και ήταν ονομαστή για τις περίφημες δαντέλες βαλανσιέν. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα είχε πληθυσμό 200.000… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”